- σοωναύτης
- σοω-ναύτης, ου, ὁ,A saver of sailors, of a harbour, A.R.2.746, cf. Sch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σοωναύτης — saver of sailors masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοωναύτης — ὁ, Α (για λιμένα) αυτός που σώζει τους ναύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σο τού σῶ, σπάνιου τ. τού ρ. σαῶ «σώζω» + ναύτης] … Dictionary of Greek
σοωναύτην — σοωναύτης saver of sailors masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)